Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τῶν ὀδόντων

См. также в других словарях:

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Heulen und Zähneklappern — (nach Luther[1]) bzw. Heulen und Zähneknirschen (Einheitsübersetzung und Schlachter), griechisch ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ist eine formelhafte Wendung, die zwei der neutestamentlichen Evangelisten Jesus zuschreiben. Sie begegnet… …   Deutsch Wikipedia

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • σύγκλειση — η / σύγκλεισις, είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [συγκλείω] η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγος ἡ σύγκλεισις», Αρρ.) νεοελλ. ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων… …   Dictionary of Greek

  • ορθοδοντία — η ανθρωπολ. η ορθή σύνταξη και σύγκλειση τών οδόντων …   Dictionary of Greek

  • τομίας — ὁ, ΜΑ (για πρόσ.) ευνούχος αρχ. 1. ευνουχισμένο ζώο («κριὸς τομίας», Αντιφ.) 2. τομέας, κοπτήρας («ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τομή / τόμος + κατάλ. ίας*] …   Dictionary of Greek

  • υπόλειψις — είψεως, ἡ, Α [ὑπολείπω] 1. έλλειψη («ὑπόλειψις τῶν ὀδόντων», Αριστοτ.) 2. (για φυτά) καθυστέρηση στην ανάπτυξη 3. αστρον. α) έκλειψη τού Ηλίου β) κίνηση προς τα ανατολικά κατά μήκος τής εκλειπτικής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»